κισσῶ

κισσῶ
κισσάω
crave for strange food
pres imperat mp 2nd sg
κισσάω
crave for strange food
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κισσάω
crave for strange food
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κισσάω
crave for strange food
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κισσάω
crave for strange food
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κισσάω
crave for strange food
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
κισσός
ivy
masc gen sg (doric aeolic)
κισσόω
wreathe with ivy
pres subj act 1st sg
κισσόω
wreathe with ivy
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κισσώ — (I) κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, άω (Α) 1. (για έγκυο γυναίκα) επιθυμώ ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ ταῑς κυούσαις αἱ ἐπιθυμίαι γίγνεσθαι παντοδαπαί, καὶ μεταβάλλειν ὀξέως ὅ καλοῡσί τινες κισσᾱν», Αριστοτ.) 2. μτφ. επιθυμώ, ποθώ («ὑμεῑς… …   Dictionary of Greek

  • κισσῷ — κισσάω crave for strange food pres opt act 3rd sg κισσός ivy masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσῶι — κισσῷ , κισσάω crave for strange food pres opt act 3rd sg κισσῷ , κισσός ivy masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαναστέφω — ἐξαναστέφω (Α) στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • κίσσησις — κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [κισσώ (Ι)] 1. η ιδιομορφία τής όρεξης τών εγκύων, κίσσα* 2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • κίσσωσις — κίσσωσις, αττ. τ. κίττωσις, ἡ (Α) [κισσώ (II)] η στέψη με κισσό …   Dictionary of Greek

  • κισσητός — κισσητός, ή, όν (Α) [κισσώ (Ι)] επιθυμητός, ποθητός …   Dictionary of Greek

  • κισσωτός — ή, ό (AM κισσωτός, ή, όν) [κισσώ (II)] στολισμένος με κισσό …   Dictionary of Greek

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

  • κιττώ — (I) κιττώ, ἡ (Α) είδος αρωματικού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. qiddā]. (II) κιττῶ, άω (Α) (αττ. τ.) βλ. κισσώ (Ι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”